Warhammer 40,000: Dawn of War III Review

Στο genre του Sci-fi δύσκολα θα βρεί κανείς κάτι πιο επιβλητικό από το Warhammer 40k

Platforms
 
Publisher
 

Στο genre του Sci-fi δύσκολα θα βρεί κανείς κάτι πιο επιβλητικό από το Warhammer 40k. “In the Grim Darkness of the Future there is only War”, είναι το σλόγκαν της τεράστιας βιομηχανίας που έχει στηθεί γύρω από το συγκεκριμένο σύμπαν. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχημένης βιομηχανίας είναι όπως θα ανέμενε κανείς και τα video Games. Με το Warhammer¨: Dawn of War 3 να αποτελεί την τελευταία … μετενσάρκωση στον συγκεκριμένο χώρο.

Και όπως ακριβώς το μακρυνό σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση είναι δυστοπικό, αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το συγκεκριμένο παιχνίδι.

Ένα εντυπωσιακό, πολύ γρήγορο, αιματηρό και με πολλές ανατροπές RTS, το οποίο λάμπει στο multiplayer, είτε αυτό είναι εναντίον άλλων παικτών είτε του AI, αλλά έχει τουλάχιστον “προβλήματα” στο campaign mode του. Φυσικά, σημαντικό είναι το γεγονός ότι από τα πολλά races που υπάρχουν στο συγκεκριμένο σύμπαν, αλλά και στα προηγούμενα παιχνίδια, προς το παρόν βλέπουμε μόνο 3. Τους εικονικούς Space Marines (κάτι σαν terrans από το starcraft αλλά (κυριολεκτικά) on steroids, τoυς eldar (διαστημικά elfs) και φυσικά τα orks. Το γεγονός ότι πολλά από τα υπόλοιπα δημοφιλή factions του παιχνιδιού, όπως τα tyrannids, οι Tau και φυσικά το Χάος λείπουν προς το παρόν, μας προϊδεάζουν για “αρκετά” expansions του παιχνιδιού, τα οποία θα προσθέσουν αυτές τις φυλές. Πρόκειται άλλωστε για μια τακτική από πλευράς game studios η οποία κερδίζει ολοένα και περισσότερο σε δημοφιλία.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Το Warhammer: Dawn of War III, το οποίο από εδώ και πέρα θα αναφέρουμε ως DoW 3, είναι η φυσική συνέχεια δύο παιχνιδιών RTS, το οποία δημιούργησαν μια εντελώς δική τους σχολή.

Το 2001, η Games Workshop, η εταιρεία που διαχειρίζεται το σύμπαν και τα δικαιωματα του 40K, έδωσε το δικαίωμα στην THQ να παράγει ένα shooter με το όνομα Fire Warrior. Το παιχνίδι αντικειμενικά δεν θεωρήθηκε “επιτυχία” και οι κριτικές αν και δεν ήταν και πολύ αντικειμενικές το “έθαψαν” με αποτέλεσμα να μην γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία. Όμως η ίδια εταιρεία, η THQ έχοντας πετύχει το “θαύμα” – για όσους γνωρίζουν τις τότε εταιρικές πρακτικές της GW – να πάρει την άδεια της χρήσης του copyright του 40K επέμεινε και έβγαλε το πρώτο Real Time Strategy παιχνίδι με τίτλο Dawn of War. Ακολούθησαν τα Dawn of War-Winter Assault, Dark Crusade και Soulstorm που αναπτύχθηκαν από την Relic entertainment μια από τις καλύτερες εταιρείες παραγωγής RTS, η οποία κατάφερε κάτι μοναδικό. Κατάφερε να αφήσει πίσω της την βαριά κληρονομια στα RTS του Warcraft και του Starcraft και να επιβάλλει ένα εντελώς διαφορετικό playstyle, στο οποίο παρόλο το base building οι μονάδες που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, αλλά και ταυτόχρονα αρκετά δυναμικές ως προς την διαμόρφωση του αποτελέσματος. Λόγω ακριβώς αυτής της ιδιαιτερότητας, το Dawn of War συνέχισε να έχει ενεργή βάση παικτών μέχρι και το 2009 όταν και κυκλοφόρησε το Dawn of War 2. Η μεγαλύτερη αλλαγή εδώ ήταν η αφάιρεση του base building από το παιχνίδι. Παρ’ όλα αυτά ήταν τέτοια η “λεπτομέρεια” στην μάχη και στις διαφορές μεταξύ των μονάδων, που το παιχνίδι όχι απλά πέτυχε αλλά κράτησε και αυτό μια πολύ μεγάλη βάση παικτών, η οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα να υφίσταται.

Το Dawn of War 3 όμως επαναφέρει το base building. Και όχι μόνο αυτό, αλλά εισάγει και ένα νέο στοιχείο στο στρατηγικό του βάθος, αυτό των elite units και των doctrines. Τα elite είναι 3 συγκεκριμένα units που μπορεί ο παίκτης να επιλέξει να προσθέσει στον στρατό του πριν ξεκινήσει το παιχνίδι και τα οποία είναι κυριολεκτικά gamechanging. Τα doctrines χρησιμοποιούνται για την παραμετροποίηση των ικανοτήτων τις κάθε μονάδας. Τόσο τα elite units όσο και τα doctrines που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο κάθε παίκτης, ξεκλειδώνονται με ένα συγκεκριμένο currency που υπάρχει εντός του παιχνιδιού και το οποίο κερδίζεις είτε ολοκληρώνοντας αποστολές στο campaign είτε παίζοντας παιχνίδια. Και μιας και αναφερθήκαμε στο campaign ας ασχοληθούμε με αυτό.

Το πλέον τρωτό σημείο του παιχνιδιού, οι 17 γραμμικές του αποστολές, οι οποίες διαδραματίζονται σχεδόν εναλλάξ με κάθε ένα από τα τρία factions. Αποστολές διαρκείας από 30 λεπτά έως μια ώρα η κάθε μία, χρησιμεύουν περισσότερο ως ένα υπερβολικά μεγάλο tutorial. Παρόλο που τόσο τα cinematics όσο και κυρίως ο ήχος είναι πραγματικά εκπληκτικά, τα συνήθως “ρηχά” σενάρια, αλλά και η συχνή εναλλαγή των ηρώων δεν σου επιτρέπουν να “δεθείς” με κανέναν από αυτούς. Η αφήγηση μιας ιστορίας από τρείς διαφορετικές οπτικές, μπορεί να ακούγεται καλή στο χαρτί, αλλά στην πραγματικότητα δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια immersion. Ακόμα το replayability είναι ελάχιστο. Από το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού community το campaign αντιμετωπίστηκε όπως είπαμε είτε ως tutorial, είτε ως αγγαρεία για να μαζευτούν πόντοι και να ξεκλειδωθούν elite units και doctrines.

Όμως ας είμαστε ειλικρινείς. Το DOW III δεν φτιάχτηκε ως single player παιχνίδι. Φτιάχτηκε για το multiplayer. Είτε παίκτης μαζί με παίκτη εναντίον AI, είτε παίκτης (ή παίκτες) εναντίον άλλων παικτών. Εκεί είναι που αξίζει τα λεφτά του το παιχνίδι.

Ένα παιχνίδι που δεν συγχωρεί λάθη και που έχει αρκετά δύσκολη καμπύλη μάθησης. Οπότε εάν δεν έχει κανείς εμπειρία σε παλαιότερα DOW καλό θα είναι να ξεκινήσει παίζοντας ενάντια σε υπολογιστή. Αλλά μην νομίζει κανείς ότι αυτό είναι εύκολο. Όσο “προβλέψιμο” είναι το AI κατά την διάρκεια του campaign τόσο δύσκολο είναι σε μια skirmish μάχη, που μπορεί κανείς να παίξει ενάντια σε έναν υπολογιστή. Οι διαθέσιμοι χάρτες φτάνουν μέχρι το 3vs3 και η καλή συνεργασία μεταξύ των παικτών είναι απαραίτητη για να επιβιώσουν ενάντια στις πολλες τακτικές που μπορεί να αναπτύξει κάποιος, οι οποίες ξεκινάνε φυσικά από τον “κλεφτοπόλεμο” ενάντια στα σημεία τα οποία παράγουν τους απαραίτητους για την δημιουργία μονάδων πόρους. Τα σημεία αυτά ξεκινούν να υπάρχουν από κοντά στην βάση του κάθε παίκτη, μέχρι την μέση.

Οι πόροι στους οποίους αναφερόμαστε είναι δύο, το requisition και το power. Κάθε μονάδα, κτήριο αλλά και upgrade απαιτεί ένα συγκεκριμένο ποσό από το καθένα. Όμως ο πιο πολύτιμος πόρος είναι ο τρίτος, που παράγει elite points, τα οποία χρησιμοποιούνται για να αγοραστούν τα elite units. Αυτά σε όλους τους χάρτες είναι λιγότερα και αποτελούν πολύ θελκτικούς στόχους για κάθε πλευρά.

Ένα από τα καλύτερα σημεία του παιχνιδιού είναι η διαφοροποίηση στις στρατηγικές και στο playstyle αναλόγως του ποιο faction χρησιμοποιείς. Οι ακριβές κα μονάδες των έλνταρ είναι το αντίθετο των μαζών και των orks, ενώ οι space marines είναι κάπου στην μέση. Το ίδιο ισχύει και για τα elite units, τους χαρακτήρες εάν θέλετε, που επίσης έχουν ποικιλία.
Η μάχη μπορεί να φανεί χαοτική σε κάποιον που παίζει πρώτη φορά, εάν όμως αφιερώσει κάποιο χρόνο θα μπορέσει να ανταποκριθεί.

Και εάν μου επιτραπεί μια πρόβλεψη, το παιχνίδι θέλει ακόμη κάποιο χρόνο μέχρι να ωριμάσει το ίδιο. Η έλλειψη παραδοσιακών mechanics όπως το retreat, όταν υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του να σώσεις κάποια μονάδα και του να φτιάξεις καινούρια, είναι ίσως το πλέον φανερό. Επίσης οι περαιτέρω επιλογές faction θα αυξήσουν το εύρος του gameplay, ενώ το modding support, που θα προσφέρει περισσότερους “χάρτες” θα δώσει και άλλα στοιχεία που του είναι απαραίτητα.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη δουλειά, η οποία όμως δεν δικαιώνει 100% το hype που υπήρχε στους φίλους των RTS, οι οποίοι το περίμεναν σχεδόν 1 χρόνο.

από τον Δημήτριο Παπαγεωργίου

Περισσότερα νέα για το Warhammer 40.000: Dawn of War 3